4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Καββαθάς


Για το Ράλλυ Ακρόπολις...

ΚΑΠΟΤΕ, παλιά, όταν οι άνθρωποι ακόμα γνωρίζονταν μεταξύ τους,
στο τέλος ΜαΪου στην Ελλάδα γινόταν ένας αληθινά μεγάλος
αγώνας αυτοκινήτων που λεγόταν _Ράλλυ Ακρόπολις_. Κάθε χρόνο
κάπου 120 πληρώματα ξεκινούσαν από το χώρο μπροστά στην
Ακρόπολη το απόγευμα της Τετάρτης και, όσα κατάφερναν να τα
βγάλουν πέρα με τους πρωτόγονους δασικούς δρόμους, μιας
(ακόμα) παρθένας χώρας, τερμάτιζαν το Σαββάτο το βράδι, στο
ίδιο μέρος μπροστά σ_ ένα κοινό που παραληρούσε από
ενθουσιασμό. Όσοι είχαν την τύχη να λάβουν μέρος σ_ εκείνα τα
_Ακρόπολις_ σημαδεύτηκαν για όλη τους τη ζωή. Και πώς να μη
σημαδευτούν αφού, ο αγώνας ήταν δύσκολος, σχεδόν ανελέητος για
ανθρώπους και μηχανές. Ξεκινούσες στις 10 το πρωί της Τετάρτης
και, μέχρι το Σάββατο το βράδι, οδηγούσες χωρίς διακοπή, χωρίς
ξεκούραση, χωρίς ύπνο! Ούτε θυμάμαι πια πόσες χιλιάδες
χιλιόμετρα είμαστε υποχρεωμένοι να καλύψουμε. Δυόμισυ, τρεις
χιλιάδες;
Τα πράγματα ήταν καλά την πρώτη ημέρα αλλά, τις πρωινές ώρες
της Πέμπτης, οδηγοί, συνοδηγοί και μηχανικοί έμπαιναν στη ζώνη
των παραισθήσεων. H υπερένταση, η κούραση, η αϋπνία, η καφεΪνη
που έρεε άφθονη στο αίμα σε μια μάταιη προσπάθεια να κρατηθούν
τα μάτια ανοιχτά, μετέβαλε τους οδηγούς σε αυτόματα και τους
συνοδηγούς σε... ψυχικά ράκη μιας, και εκτός από τα
προηγούμενα, είχαν ν_ αντιμετωπίσουν και τον τρόμο από τις
_ταρζανιές_ του _αστεριού_ που καθόταν στο διπλανό κάθισμα.
Μετά το πρώτο 24ωρο σώμα και πνεύμα γινόταν _ένα_ με το
αυτοκίνητο. O ήχος του κινητήρα υποκαθιστούσε το χτύπημα της
καρδιάς και, ο θόρυβος από τις πέτρες που χτυπούσαν
ακατάπαυστα την κοιλιά του αυτοκινήτου, ήταν η _μουσική_ που
σε κρατούσε άγρυπνο.
Για τέσσερις ολόκληρες ημέρες δεν έκανες τίποτα άλλο από το να
οδηγείς, να προσπαθείς να μείνεις ξύπνιος, ν_ αλλάζεις λάστιχα
(που _έσκαγαν_ με ρυθμό δύο την ημέρα γιατί, τότε, οι αγνοί
ερασιτέχνες δεν είχαν τη δυνατότητα να ξοδεύουν περιουσίες για
να κάνουν το κέφι τους) και να συζητάς με τους φίλους
συναγωνιστές.
Έφθανες, συνήθως με καπέλο, στην αρχή μιας απλής ή ειδικής
διαδρομής, σερνόσουν έξω από τ_ αυτοκίνητο και αντάλλασσες
απόψεις, ιστορίες τρόμου και φρίκης ή ανέκδοτα με τους άλλους
οδηγούς που κανένας μα κανένας δεν κουβαλούσε τα συμπλέγματα
που πολλές _ντίβες_ κουβαλάνε σήμερα.
Κανένας... Ούτε καν οι _θεοί_ που με τα _μυθικά_ για εμάς
ονόματα, όπως Μπγιόρν Βάλντεγκαρντ, Ρότζερ Κλαρκ, Πάντι
Χόπκιρκ, Μπενγκτ Σόντερστρομ και άλλα που δεν χρειάζεται να
αναφέρω. Αν είχες χρόνο πήγαινες μέχρι το σέρβις της Σάαμπ,
της Φορντ ή της Λάντσια και οδηγοί, μηχανικοί και τιμ μάνατζερ
σε καλοδέχονταν φτάνει να μην έκανες ηλίθιες ερωτήσεις ή
_έμπαινες στα πόδια τους_ την ώρα που είχαν γυρίσει ένα Μίνι
Κούπερ στο... πλάι και άλλαζαν την ανάρτηση.
Και οι ώρες περνούσαν και έμπαινες σ_ ένα ρυθμό ονειρικό, σε
μια σήραγγα με τρία χρώματα: κάτω καφέ ή μαύρο (χώμα ή
άσφαλτο), γύρω πράσινο ή καφέ (βλάστηση ή βράχοι) και πάνω
γαλάζιο ή μαύρο (ημέρα και νύχτα).
Τα ξημερώματα της Πέμπτης ανακάλυπτες (25 χρόνια πριν τους
ερευνητές της πληροφορικής), την virtual reality (την
φαινομενική πραγματικότητα). Μέσα από την _οθόνη_ του παρ πριζ
έβλεπες πράγματα που υπήρχαν και άλλα που...νόμιζες ότι
υπάρχουν! Δεν ήταν λίγες οι φορές που, κατεβαίνοντας _αέρα_
ένα κατηφόρι _έπεφτες στα φρένα_ επειδή νόμιζες ότι τα δέντρα
εγκατέλειψαν τη θέση τους και βγήκαν βόλτα στη μέση του
δρόμου! Οι δεξιές στροφές γίνονταν αριστερές, ο δρόμος εμπρός
μεγάλωνε ή μίκραινε ανάλογα με την ταχύτητα που πήγαινες και,
η φωνή του συνοδηγού που διάβαζε τις ειδικές διαδρομές γινόταν
νανούρισμα που σ_ έστελνε στη γκρίζα περιοχή ανάμεσα στην
ύπαρξη και την ανυπαρξία.
Καλά, θα πείτε εσείς οι νέοι που δεν ζήσατε εκείνα τα χρόνια,
η ασφάλεια που ήταν; Πώς ήταν δυνατόν να οδηγεί κανείς για
τέσσερα μερόνυχτα και να είναι ασφαλής;...
Απλά δεν ήταν, τουλάχιστον στο επίπεδο του ερασιτέχνη (γιατί
οι επαγγελματίες ήταν συνηθισμένοι στις κακουχίες).
Και τότε;
Τότε τί;
Οι οδηγοί πήγαιναν μέχρι εκεί που άντεχαν. Αν έβλεπαν ότι τα
κότσια τους δεν κρατούσαν άλλο (όπως τα δικά μου σε κάποιο
Ακρόπολις με τον Δημήτρη Μαρασλή με ένα NSU TTS) απλά
εγκατέλειπαν! Δεν ήταν ντροπή να νικηθείς από τους δρόμους της
Ελλάδας εκείνα τα χρόνια.
Αν όμως τύχαινε να έχεις τη θέληση, την αποφασιστικότητα και
τη φυσική αντοχή και τ_ αυτοκίνητό σου άντεχε και αυτό στις
κακουχίες τότε έφθανες μέχρι τα πρωί του Σαββάτου και, όπως
λέγαμε τότε, _άρχιζες να βλέπεις την Ακρόπολη_ αν και ποτέ δεν
ήσουν σίγουρος ότι θα φθάσεις το απόγευμα στην Διονυσίου
Αεροπαγίτου. Έχοντας τερματίσει σε τρεις από τους επτά
μαραθώνιους που έλαβα μέρος σαν συνοδηγός (μια φορά πήγα σαν
οδηγός με τον Παύλο Κεραμπό συνοδηγό, αλλά τ_ αυτοκίνητό μας
πήρε φωτιά στον ΤαΫγετο) μπορώ να σας πω ότι, στα τελευταία
300 χιλιόμετρα, με το ένα χέρι κρατούσαμε τα βλέφαρα του
ενός... ματιού ανοιχτά και με το άλλο οδηγούσαμε!
Και όταν φθάναμε στην Ακρόπολη (9οι,10οι ή 12οι δεν έχει
σημασία) η κούραση ως δια μαγείας εξαφανιζόταν, η αδρεναλίνη
πλημμύριζε τις φλέβες και αιθανόμαστε ευτυχισμένοι και νικητές
μιας μάχης ενάντια σ_ όλα τα στοιχειά της γης.
Και εκεί, στους πρόποδες του ιερού βράχου, αγαπημένα πρόσωπα,
φίλοι και γνωστοί, αναγνώστες (είχαμε και τότε πιστούς και
αγνούς αναγνώστες) μας πλησίαζαν, μας έσφιγγαν τα χέρια, μας
χτυπούσαν στον ώμο γιατίόλοι ήξεραν τι λούκι είχαμε περάσει.
Και οι νικητές; Αληθινοί λαϊκοί ήρωες! O κόσμος, που όλη την
εβδομάδα παρακολουθούσε την προσπάθειά τους, τους ήξερε και
τους τιμούσε όπως κάποτε γινόταν με τους Ολυμπιονίκες. Και
εκείνοι χαμογελούσαν στο κοινό τους και όχι στις κάμερες της
τηλεόρασης και τους _σπόνσορες_ (τι φρικτή λέξη αλήθεια όταν
υπάρχει η πανέμορφη ελλληνική _χορηγοί_).
Και την άλλη ημέρα τα τηλέφωνα _άναβαν_, οι διηγήσεις έδιναν
και έπαιρναν και οι φίλοι συναγωνιστές μαζεύονταν σε σπίτια ή
ταβερνάκια για ν_ ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους από τη Μεγάλη
Περιπέτεια.
Το Ακρόπολις είχε τελειώσει αλλά, μπροστά ήταν τα άλλα μικρά
και μεγάλα εθνικά ράλλυ, οι αγώνες ταχύτητας στο Τατόι και στα
νησιά, οι αναβάσεις στην Πάρνηθα, την Ριτσώνα και την
Φιλέρημο. Μπροστά (και πίσω) ήταν οι αγνοί, πανέμορφοι και
τίμιοι αγώνες αυτοκινήτου και οι άνθρωποι που λάβαιναν μέρος
αλλά, το κυριότερο, εκείνοι που παρακολουθούσαν.
O χώρος των αγώνων ήταν ζεστός, γεμάτος ζωή και τεχνολογικά
μηνύματα, καλούς φίλους, γνωστούς και υποσχέσεις για το
μέλλον.
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο. Με το
πέρασμα του χρόνου οι αγώνες αντί να απλώνονται και να
γιγαντώνονται, άρχισε η συρρίκνωσή τους. Πρώτα, κάτω από την
πίεση της κοινής γνώμης που _ανησυχούσε_ για την ασφάλειά της,
εξαφανίστηκαν οι μαραθώνιοι. Μετά, για τους ίδιους λόγους αλλά
και λόγω επιχειρηματικού και οργανωτικού (ΕΛΠΑ) αστιγματισμού,
χάθηκαν τα σιρκουΪ στα νησιά και στο Τατόι (εκεί να δείτε τι
δικαιολογίες προβάλλουν!) και έτσι έμεινε μόνο το καινούργιο
Ακρόπολις, τα αγνοημένα από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης εθνικά
ράλλυ και το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Τρίπολης.
Όσοι ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι και αφιέρωσαν τα καλύτερά τους
χρόνια περιμένοντας να δουν τους αγώνες ν_ αναπτύσσονται και
να πηγαίνουν στον κόσμο, ήπιαν δηλητήριο. Μια ηγεσία με
ηγεμονικές βλέψεις και τάσεις έκανε ότι μπορούσε για να
διαλύσει την παραίσθηση. Αντί οι αγώνες να κερδίζονται στις
πίστες και στις ειδικές διαδρομές, _παίζονταν_ στα γραφεία του
_πύργου_, στις κατασκευασμένες _γενικές συνελεύσεις_ και στο
ατέλειωτο _πάρε-δώσε_ των μεγάλων συμφερόντων που εδρεύουν στα
σαλόνια της αρχής του σπορ στο Παρίσι και στους
κλιματιζόμενους χώρους των _αγωνιστικών τμημάτων_ των μεγάλων
αυτοκινητοβιομηχανιών.
Από τις αρχές της δεκαετίας του _70 που κάποιοι Έλληνες
μηχανικοί και οδηγοί προσπάθησαν (και κατάφεραν) να
κατασκευάσουν τα πρώτα ελληνικά πρωτότυπα (μετά από πρόταση
αυτού του περιοδικού) δεν έγινε απολύτως τίποτα.
H ΕΛΠΑ ή, καλύτερα, ο ισόβιος πρόεδρός της, φρόντισε να
ενισχύσει τη θέση του και τις προσβάσεις του στην FISA και να
χρησιμοποιήσει το Ακρόπολις και το Χαλκιδικής για τη δική του,
προσωπική _αναβάθμιση_. Κάθε χρόνο η Ελλάδα αναστατώνεται από
την εισβολή των εργοστασιακών συμμετοχών που καταφθάνουν με τα
30 ελικόπτερα, πέντε αεροπλάνα, 1000 δημοσιοσχεσάδες,
διαφημιστές και λοιπούς παρακείμενους, 10.000 λάστιχα, 200
σέρβις, 10 _προσωπικούς_ γιατρούς και 50 εκατομμύρια δολάρια
για να λάβουν μέρος (και να νικήσουν) στο, άψογα διοργανωμένο
(και αυτό είναι αλήθεια) Ακρόπολις. Και πίσω τους, ως
παραγέμισμα στο κέικ των μεγα-δολαρίων, τρέχουν με την ψυχή
στο στόμα μερικοί αγνοί Έλληνες αγωνιζόμενοι και άλλοι που οι
_σπόνσορες_ και ο διάχυτος κατινισμός έχουν φθείρει τόσο πολύ
ώστε, αν έχεις ζήσει την παλιά εποχή κυριολεκτικά να μη
μπορείς να τους αντέξεις.
Και βέβαια τα αυτοκίνητα εξελίχθηκαν και η τεχνολογία
προχώρησε με γιγαντιαία άλματα και ο απλός χρήστης εξακολουθεί
να οφελείται από τα μαθήματα των αγώνων... Κανείς δεν μπορεί
να αμφισβητήσει αυτές τις πανάρχαιες αλήθειες (και τότε, όταν
το Ακρόπολις ήταν ανθρώπινο, η τεχνολογία ήταν παρούσα).
Όμως, πείτε μου που είναι το Σπορ; Πού είναι η ευγενική
άμιλλα, η προσπάθεια για να σχεδιασθεί και να κατασκευασθεί
κάτι στην Ελλάδα, η πρωτοβουλία και η δημιουργικότητα; Πού
είναι οι Έλληνες Σένα, Μάνσελ και Αλεζί; Πού είναι οι Έλληνες
Σάινθ, Μπιαζιόν και Ντελακούρ;
Μα, υπάρχουν αλλά δεν έχουν τα μέσα. O _δικός_ μας κέρδισε
πέρυσι τους ξένους στην Κατηγορία N και θα έκανε το ίδιο φέτος
αν δεν τον πρόδιδαν μηχανικά προβλήματα.
Ναι, αλλά οι αγώνες αυτοκινήτου δεν είναι μόνο το Ακρόπολις
και το Χαλκιδικής. Οι Σένα και οι Μάνσελ δεν γεννήθηκαν
πρωταθλητές, φτιάχτηκαν, τρέχοντας πρώτα με καρτ, μετά με
Φόρμουλα 1, Φόρμουλα 2, 3, 4 ή ό,τι μπορεί να φαντασθεί ο νους
σας.
Πού τέτοια πράγματα όμως;
Το Ράλλυ Ακρόπολις να είναι καλά, να έρχεται και ο Μόσλεϊ να
μένει στην προεδρική σουΪτα, να πηγαίνουμε και κανένα ταξιδάκι
στο εξωτερικό, να μαγειρεύουμε και καμιά γενική συνέλευση και
οι Έλληνες αγωνιζόμενοι να πάνε να κουρεύονται.
Είναι κρίμα που, τα τελευταία 25 χρόνια δεν βρέθηκε κανείς
στον _πύργο_ να καταλάβει αυτές τις απλές αλήθειες που θα
είχαν αλλάξει το πρόσωπο των αγώνων στην Ελλάδα και θα είχαν
(ξανα)φέρει κοντά εκείνο το ανεπανάληπτο κοινό που έπαιρνε τα
βουνά για να μάθει και να συμπαρασταθεί, αντί να περιμένει να
δει κανένα τουμπάρισμα ή κανένα τραυματισμό για να νιώσει την
ευχαρίστηση της καταστροφής.
Όλα τα παραπάνω μπορεί ν_ ακούγονται _αθεράπευτα ρομαντικά_.
Κάλλιο όμως αθεράπευτα ρομαντικός παρά στυγνός _ρεαλιστής_
που, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να προβληθεί ή να κάνει
το κέφι του αδιαφορώντας για το γεγονός ότι, οι Ελληνικοί
αγώνες αντί να πάνε 30 χρόνια εμπρός πήγαν 40 πίσω._Κ.Κ.